προσεκληρώθησαν

προσεκληρώθησαν
προσκληρόομαι
aor ind pass 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκληρώ — όω, Α [κληρῶ] 1. διανέμω με κλήρο («ἄχθη γὰρ ὅτι τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη προσεκλήρωσέ σε», Λουκ.) 2. απονέμω, προσδίδω 3. παθ. προσκληροῡμαι, όομαι α) απονέμομαι, αποδίδομαι β) ενώνομαι με κάποιον και τόν ακολουθώ, προσκολλώμαι («καί τινές ἐξ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”